σελώνω

σελώνω
σελώνω, σέλωσα, σελωμένος βλ. πίν. 3
——————
Σημειώσεις:
σελώνω : σπάνια η παθητική φωνή (σελώνομαι, βλ. πίν. 4 ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ασέλωτος — η, ο [σελώνω] 1. αυτός που δεν φορά σέλα («άλογο ασέλωτο») 2. (για άνθρωπο) ο ατίθασος …   Dictionary of Greek

  • ξεσελώνω — 1. βγάζω τη σέλα από το άλογο 2. ρίχνω κάποιον κάτω από τη σέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σελώνω] …   Dictionary of Greek

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • σαγίζω — και σαΐζω Ν [σαγή] τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”